24radio

Κατηγοριες
Cinema
Κινηματογραφικά Νέα
Οι Ταινίες της Εβδομάδας
Lifestyle
Auto - Moto
Celebrities
Ταξίδια
Media
Εφημερίδες
Ραδιόφωνο
Τηλεόραση
Αθλητικά
Formula 1
Βόλεϊ
Διάφορα
Μπάσκετ
Ποδόσφαιρο
Στίβος
Στοίχημα
Τέννις
Επικαιρότητα
Ελλάδα
Κόσμος
Παράξενα
Πολιτική
Χρήμα
Μουσική
UK Top 40
US Top 40
Διεθνές Ρεπερτόριο
Ελληνικό Ρεπερτόριο
Πολιτισμός
Εκδηλώσεις
Θέατρο
Τεχνολογία
Gadgets
Games
Internet
Κινητά
Υπολογιστές
 
Εισοδοσ
Όνομα Χρήστη
Κωδικός
Ξεχάσατε τον κωδικό σας;
Add Your Station!
Στατιστικά
Cinema >> Οι Ταινίες της Εβδομάδας
Νύφες Σε Πόλεμο
Η Emma και η Liv είναι κολλητές φίλες, τυχερές και όμορφες και με μία ζωή στρωμένη - τουλάχιστον - με ροδοπέταλα. Και οι δύο προγραμματίζουν τον γάμο τους στο πλαίσιο μίας ατέρμονης ευτυχίας και ξενοιασιάς. Και καθώς όλα είναι φροντισμένα στην εντέλεια κάτι πρέπει να στραβώσει για να έχει και λόγο ύπαρξης η ταινία. Έτσι λοιπόν, δύο φίλες ανακαλύπτουν ένα τραγικό λάθος που έχει ως αποτέλεσμα τον προγραμματισμό και των δύο γάμων την ίδια ακριβώς ημέρα. Και τώρα ποια από τις δύο θα παντρευτεί; Η απάντηση είναι ότι καμία από τις δύο δεν έχει ιδιαίτερη διάθεση να υποχωρήσει και να αναβάλλει έστω και για λίγο τον δικό της γάμο και κάπως έτσι ξεκινά αυτός ο πόλεμος - που αποτελεί και την βασική σεναριακή ιδέα - ανάμεσα στις δύο υποψήφιες νύφες.

Κλασσικό 'chick flick', χαμηλών απαιτήσεων με δύο αγαπημένες του box office σταρ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, την σχεδόν βετεράνο του είδους Kate Hudson και την αναποφάσιστη ως προς την πορεία της καριέρας της Ann Hathaway, το «Bride Wars» τελικά δεν φαντάζει ως τίποτε άλλο παρά μία ακόμη ανούσια ρομαντική κομεντί που ωστόσο εκφέρεται με τον πλέον ελκυστικό τρόπο... τον Aμερικανικό!

Κωμωδία, αμερικανικής παραγωγής, σε σκηνοθεσία Γκάρι Γουΐνικ, με τις Κέϊτ Χάντσον, Αν Χάθαγουέϊ.
Περισσότερα από Cinema >> Οι Ταινίες της Εβδομάδας
 
Milk
Πολιτική βιογραφία, αμερικανικής παραγωγής, σε σκηνοθεσία Γκας Βαν Σαντ, με τους Σων Πεν, Τζος Μπρολίν, Έμιλ Χιρς, Τζέιμς Φράνκο, Ντιέγκο Λούνα.

Το «Milk» αποτελεί προσωπικό στοίχημα για τον Gus Van Sant, που πάλευε από τη δεκαετία του '90 να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τα έργα και τις ημέρες του πρώτου δηλωμένου ομοφυλόφιλου πολιτικού που κατάφερε να εκλεγεί σε πολιτικό αξίωμα στις ΗΠΑ. Ένα στοίχημα με αυξημένο βαθμό δυσκολίας, αφενός γιατί η κινηματογραφική απεικόνιση της ομοφυλόφιλης κοινότητας είναι ένα δυσκολοχώνευτο θέμα για μερίδα του κοινού και εύκολα μπορεί να εξοκείλει σε γραφικότητες, αφετέρου γιατί οι ταινίες 'ντουντούκας' εύκολα καταλήγουν σε πομπώδη κηρύγματα.

Ο Gus Van Sant όμως υπερπηδά τα προαναφερθέντα εμπόδια και κερδίζει το στοίχημα! Ξεκινά την ιστορία του με την πιο extreme σκηνή για τα μέτρα των συντηρητικότερων θεατών: ψωνιστήρι και χαμούρεμα! Ενδεχόμενη τοποθέτηση μιας ομοφυλοφιλικής περίπτυξης για πρώτη φορά κάπου στα μισά θα αποπροσανατόλιζε την εν λόγω μερίδα του κοινού από την υπόλοιπη διαδρομή. Ο έμπειρος σκηνοθέτης όμως, επιθυμώντας να περάσει το μήνυμα του Harvey Milk σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο και ιδίως στο κοινό που στρέφει το βλέμμα του αλλού στη θέα γκέι περιπτύξεων, τοποθετεί μια ανάλογη σεκάνς σαν πρόλογο, πετυχαίνοντας 'χαλάρωση' των αναστολών του θεατή, με τον τελευταίο, αφού αποδεχτεί ότι μπορεί να περιμένει οτιδήποτε στη συνέχεια, να αφοσιώνεται στην ιστορία! Πονηρός ο Αμερικανός...του βγάζω το καπέλο!

Αφού ξεμπερδεύει με αυτό, περνά στην εξιστόρηση της πολιτικής σταδιοδρομίας του Milk. Στήνει πρώτα το χωροχρονικό περιβάλλον στο οποίο αυτός κινείται με αξιοζήλευτη λεπτομέρεια. ( Για παράδειγμα καθώς ο Milk διασχίζει ένα δρόμο του Σαν Φρανσίσκο στο βάθος μια μαρκίζα κινηματογράφου διαφημίζει το «Poseidon Adventure»). Έπειτα πιάνει το ύφος της εποχής. Η ταινία εξελίσσεται στα 70's, εποχή κοινωνικών αναδιατάξεων και αμφισβήτησης κατεστημένων 'αξιών'. Η ιστορία του Harvey Milk είναι από μόνη της ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της περιόδου εκείνης. Μια επαναστατική ανάδυση στην επιφάνεια ενός ζητήματος που μέχρι τότε θεωρείτο ταμπού. Ένας αγώνας μιας παραγκωνισμένης κοινωνικής ομάδας για αποδοχή από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο. Η κινηματογράφηση όμως ενός αγώνα, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, ελλοχεύει κινδύνους. Κινδύνους να υποκύψει το φιλμ στον κινηματογραφικό λαϊκισμό και στο επικών διαστάσεων μελό. Ευτυχώς το «Milk» αποφεύγει τον παραπάνω σκόπελο και μόνο στο φινάλε υποκύπτει μερικώς στις συμβάσεις του είδους. Στο μεγαλύτερο μέρος της η ταινία διατηρεί χαμηλούς και διακριτικούς τόνους. Η κάμερα του Gus Van Sant δε δίνει εξωπραγματικές διαστάσεις μεγαλείου στις δημόσιες ομιλίες του κεντρικού χαρακτήρα, αλλά παίρνει το ρόλο ενός ακροατή μέσα στο πλήθος! Κανείς δεν ανεβάζει το volume της μουσικής καθώς κορυφώνεται ο πολιτικός λόγος, αλλά αντίθετα κάποιος προνοεί να γυρίσει το μηχάνημα στο mute!

Ο Sean Penn με τη σειρά του, σα να έχει βάλει κι αυτός στοίχημα με τον εαυτό του να κερδίσει την ερμηνευτική μάχη που έχασε 2 χρόνια πριν, όταν υποδύθηκε έναν άλλο πολιτικάντη (στο ημιαποτυχημένο remake του «All the King's Men»), πετά από το παράθυρο το ρεσιτάλ γκριμάτσας και τσιρίδας που παρουσίασε στο προαναφερθέν φιλμ και δίνει μια ώριμη και προσεκτικά μελετημένη ερμηνεία, αποδεικνύοντας γιατί (δικαίως) θεωρείται μέσα στους κορυφαίους ηθοποιούς της γενιάς του.

Αν πρέπει να εντοπίσουμε κάποιο πρόβλημα σ' αυτή εδώ τη βιογραφία, είναι ότι λειτουργεί καλύτερα σαν χρονικό των πεπραγμένων του Harvey Milk και του γενικού κλίματος της εποχής, παρά σαν δράμα χαρακτήρων στην παράδοση της υπόλοιπης φιλμογραφίας του σκηνοθέτη. Στις πιο προσωπικές του στιγμές το «Milk» είναι ελλειμματικό και λιγότερο έντονο από ότι όταν κινείται σε μεγαλύτερη κλίμακα. Παρασυρμένος θαρρείς από το έργο του 'πολιτικού' Harvey Milk και την σημασία του για τη γκέι κοινότητα, ο Gus Van Sant λησμονεί να δώσει ανάλογο φιλμικό ποσοστό (όχι απαραίτητα με την έννοια του χρόνου)στον 'άνθρωπο' Milk, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τον παραμελεί ολοσχερώς. Για τον ίδιο λόγο είναι κάπως πιο ανεκτικός μαζί του, όταν εκείνος χρησιμοποιεί τη δυναμική της κοινότητας που εκπροσωπεί, για να ισχυροποιήσει τις παρασκηνιακές πολιτικές του θέσεις.

Σε κάθε περίπτωση όμως το «Milk» είναι μία από τις σημαντικότερες ταινίες της φετινής σεζόν και ευνοείται από τις τρέχουσες πολιτικές συγκυρίες για μια επιτυχημένη πορεία στη φετινή οσκαρική απονομή. Ο (ενδεχομένως κοπανιστός) αέρας αλλαγής που πνέει στην αμερικανική κοινωνία, καθώς αυτή εισέρχεται στην εποχή Obama, συνάδει με το ύφος του αγώνα του Harvey Milk και πιθανόν να βοηθήσει την ταινία να υπερισχύσει έναντι του κυριότερου ανταγωνιστή της : του εμπορικά επιτυχημένου και προσφιλέστερου στην Ακαδημία παραμυθιού του David Fincher που ακούει στο όνομα «The Curious Case of Benjamin Button».

Δείτε το τρέιλερ :

Περισσότερα από Cinema >> Οι Ταινίες της Εβδομάδας
 
Ο Δρόμος Της Επανάστασης
Δραματική, αμερικανικής/ αγγλικής παραγωγής, σε σκηνοθεσία Σαμ Μέντες, με τους Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Κέϊτ Γουΐνσλετ, Κάθι Μπέϊτς, Μάϊκλ Σάνον.

Στα καλοβαλμένα προάστια του Connecticut της δεκαετίας του '50, σε μια εποχή και σ' ένα τόπο όπου όλα μοιάζουν ιδανικά, ζει ένα ζευγάρι που (νομίζει πως) δεν είναι όπως όλα τα άλλα. Ο Frank και η April Wheeler, εκείνος υπάλληλος μιας μεγάλης εταιρίας που δουλεύει στο κέντρο της πόλης κι εκείνη μια συνετή, καλοκουρδισμένη νοικοκυρά, ζουν αυτό που οι άλλοι ονόμασαν γι' αυτούς το 'αμερικάνικο όνειρο': καλή δουλειά γι' αυτόν, ένα όμορφο σπίτι γι' αυτήν, δύο μαρτίνι μετά τη δουλειά, δύο τρυφερές καληνύχτες πριν σβήσουν το φως στο παιδικό δωμάτιο κι ένα φιλί πριν πέσουν στο κρεβάτι. Η καλογυαλισμένη όμως αυτή ρουτίνα ήταν κάτι που οι ίδιοι ποτέ δεν ονειρεύτηκαν, που ποτέ δεν επεδίωξαν -τουλάχιστον συνειδητά.

Από την πρώτη σύντομη στιγμή της γνωριμίας τους, που μας εισάγει στο φιλμ, οι δυο τους διατείνονται ότι θέλουν κάτι περισσότερο, αποζητούν κάτι διαφορετικό -κάτι που είναι μεν απροσδιόριστο, δεν είναι όμως αυτό που θέλουν όλοι οι άλλοι. Κι αυτή η πνευματική τους υπεροψία είναι που κρατάει τους ίδιους και τον γάμο τους ζωντανούς τα πρώτα χρόνια, σ' ένα περιβάλλον νεκρό από καιρό. Αντίθετα με τους ανθρώπους γύρω τους, οι οποίοι έχουν αποδεχτεί αυτόν τον τρόπο ζωής, οι 'τέλειοι' Wheeler θέλουν να κάνουν πράξη την επανάσταση που κοσμεί το όνομα του δρόμου τους. Το σπίτι τους βρίσκεται στην Revolutionary Road (οδός Επαναστάσεως) και οι ίδιοι νομίζουν ότι είναι ικανοί να την κάνουν. Να ζουν διαφορετικά και κάποια στιγμή να τα εγκαταλείψουν όλα και να φύγουν για το Παρίσι, ζώντας μια ζωή έξω από τους κανόνες. Το μόνο που τους καθυστερεί είναι κάποια προσωρινά εμπόδια της καθημερινότητας.

Καθώς όμως τα χρόνια περνούν και η προοπτική της αλλαγής μετατρέπεται σε όλο και πιο μακρινή ελπίδα φυγής, αρχίζουν οι υπόγειες τριβές και οι εντάσεις. Κι όσο η εγκλωβισμένη April φωνάζει όλο και πιο απεγνωσμένα "Στο Παρίσι, Frank, στο Παρίσι", τόσο εκείνος δειλιάζει, ψάχνοντας αφορμές για να το αποφύγει και να συμβιβαστεί για την επίπλαστη 'αμερικανική ομορφιά', όπως έκαναν τόσοι άλλοι πριν και μετά από αυτόν. Κι ο αντισυμβατικός Frank, ο αντιδραστικός, ο διαφορετικός, αυτός που κατηγορούσε τους γύρω του ότι ζουν μια ψεύτικη ζωή με αυταπάτες ενώ ο ίδιος έβλεπε "το απελπισμένο κενό των πάντων γύρω τους", θα φοβηθεί να κάνει το βήμα μπροστά. Και θα αφήσει την April εκτεθειμένη, απελπισμένη και σπαρακτικά μόνη, να μην μπορεί να ξανακάνει το βήμα προς τα πίσω και να τον ακολουθήσει σ' αυτόν τον τελειωτικό συμβιβασμό.

Εξόχως θεατρικό, τόσο στη φόρμα όσο και στο περιεχόμενο (με δύο κεντρικούς χαρακτήρες να υποδύονται ρόλους σε μια ζωή που δεν τους ταιριάζει), το φιλμ του Sam Mendes δεν καταφέρνει, παρά τις πολύ καλές ερμηνείες που αποσπά από τον Leonardo DiCaprio και την Kate Winslet, να αγγίξει περισσότερο το σύγχρονο θεατή από άλλα έργα της ίδιας θεματικής (όπως το «American Beauty», επίσης του Mendes ή και το πρόσφατο «Little Children» με την Winslet ξανά σε πρωταγωνιστικό ρόλο). Κι αυτό γιατί, εντέλει, ο σκηνοθέτης, όπως ακριβώς και οι χαρακτήρες του, φοβήθηκε μια περισσότερο ρηξικέλευθη κι επαναστατική προσέγγιση κι αφέθηκε να συμβιβαστεί με μια καλογυαλισμένη και στρογγυλοποιημένη καταγραφή μιας τραγωδίας.

Δείτε το τρέιλερ :

Περισσότερα από Cinema >> Οι Ταινίες της Εβδομάδας
 
Cafe de los Maestros
Το ταγκό δεν είναι απλά και μόνο ένας χορός. Στο Rio De La Plata, το ταγκό είναι τρόπος ζωής... είναι κομμάτι της Αργεντινής, όπου αποτελεί σήμερα κάτι περισσότερο από μια νοσταλγική ηχώ του παρελθόντος. Πολλοί από τους πιο σημαντικούς 'μαέστρους' του ταγκό ζουν εδώ, εξακολουθώντας να δίνουν παραστάσεις κάποιοι μάλιστα εδώ και περίπου ογδόντα χρόνια. Καλωσήρθατε σε ένα μουσικό ντοκιμαντέρ που υπόσχεται να μας παρασύρει στον παθιασμένο και ερωτικό ρυθμό του τανγκό, μεταφέροντάς μας στη γενέτειρα του συγκεκριμένου μουσικού είδους.

Ετοιμάζοντας τις βαλίτσες μας για τη θερμόαιμη Αργεντινή, κι έχοντας σαν συνταξιδιώτες τον Walter Salles (σκηνοθέτη του «The Motorcycle Diaries») και τον Gustavo Sataolalla (το μουσικό μυαλό πίσω από τα soundtrack του «Babel» και του «Brokeback Mountain») που συμμετέχουν στην παραγωγή και το σενάριο αντίστοιχα, ακολουθούμε μια ομάδα θρυλικών Αργεντινών μουσικών και τους γνωρίζουμε μέσα από τα λόγια και τις μελωδίες τους. Η σύγκριση με το πρόσφατο «Buena Vista Social Club» του Wim Wenders έρχεται άμεσα στο μυαλό και το στοίχημα για τον πρωτόπειρο σκηνοθέτη Miguel Kohan είναι να καταφέρει να μας μεταδώσει με τις εικόνες του το πάθος και τον αισθησιασμό της συγκεκριμένης μουσικής.

Αμερικανική/ αργεντίνικη/ βραζιλιάνικη/ αγγλική παραγωγή, σε σκηνοθεσία Μιγκέλ Κόχαν, με τους Χοράσιο Σάλγκαν, Λεοπόλντο Φεντερίκο κ.ά
Περισσότερα από Cinema >> Οι Ταινίες της Εβδομάδας
 
Μάνος Χατζιδάκις: Είδωλο Στον Καθρέφτη
Ο Μάνος Χατζηδάκις υπήρξε μια αδιαμφισβήτα μεγάλη μορφή στο ελληνικό αλλά και παγκόσμιο μουσικό στεραίωμα. Η πολυτάραχη ζωή του και η σχέση του με πολλούς σημαντικούς έλληνες και ξένους διανοούμενους και καλλιτέχνες της εποχής του θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα όχι μόνο για ντοκιμαντέρ αλλά και για κινηματογραφική ταινία. Την ίδια άποψη φαίνεται να έχει και ο σκηνοθέτης Δημήτρης Βερνίκος που ξεκίνησε το όλο εγχείρημα με το όραμα να κάνει μια ταινία μυθοπλασίας. Στην ταινία άλλωστε υπάρχουν και λίγα πλάνα που είχαν γυριστεί με αυτό το σκεπτικό. Στην πορεία όμως οι συνθήκες τον ανάγκασαν να περιοριστεί (;) στη δημιουργία μιας ταινίας τεκμηρίωσης, ή αλλιώς ντοκιμαντέρ.

Ο σκηνοθέτης επέλεξε να εστιάσει το θέμα του στην αντίδραση του Μάνου Χατζηδάκι στην παγκόσμια επιτυχία και βράβευση με βραβείο Όσκαρ του τραγουδιού 'Τα Παιδιά του Πειραιά από τον ταινία του Jules Dassin 'Ποτέ την Κυριακή' («Never On Sunday»). Ο συνθέτης φαίνεται ότι δεν έτρεφε καμία εκτίμηση για το συγκεκριμένο τραγούδι και η τόσο μεγάλη επιτυχία του τον προβλημάτιζε, ως προς την τροχιά που θα έπαιρνε μετά από αυτό η καριέρα του. Πολλοί φίλοι και συνεργάτες του Χατζηδάκι καταθέτουν τις μαρτυρίες τους (Jules Dassin, Δέσπω Διαμαντίδου, Αννα Συνοδινού) πολλοί μάλιστα από αυτούς δεν είναι πλέον εν ζωή αφού ο Δημήτρης Βερνίκος είχε αρχίσει την έρευνά του για αυτό το ντοκιμαντέρ αρκετά χρόνια πριν.

Το αποτέλεσμα είναι σίγουρα ενδιαφέρον, το αβανταδόρικο όμως θέμα του θα μπορούσε να αποτελέσει υλικό για μια ακόμα καλύτερη προσπάθεια. Αυτό που λείπει από την ωραία δουλειά του Βερνίκου είναι μια πιο συγκεκριμένη και σαφής σκηνοθετική ματιά για το θέμα του. Το επιμέρους θέμα στο οποίο επέλεξε να εστιάσει (η σχέση του Χατζηδάκι με την καταξίωση που του προσέφερε το Όσκαρ) είχε ενδιαφέρον δεν καλύφθηκε όμως πλήρως. Τα 90 λεπτά της ταινίας αφιερώθηκαν και σε πολλά άλλα ζητήματα , άσχετα με το επιμέρους θέμα του, κάτι που σε έναν βαθμό είναι κατανοητό αν αναλογιστούμε το εκτενές υλικό που πρέπει να είχε στη διάθεσή του. Όμως ένας πιο προσεγμένος σκηνοθετικός χειρισμός και μια πιο συγκεκριμένη ματιά θα έκανε το «Μάνος Χατζηδάκις: Είδωλο στον καθρέφτη» πραγματικά αξιόλογο και όχι απλά ενδιαφέρον.

Ελληνική παραγωγή, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Βερνίκου.
Περισσότερα από Cinema >> Οι Ταινίες της Εβδομάδας
 
Όλα Θα Πάνε Καλά
Κωμωδία, ελληνικής παραγωγής, σε σκηνοθεσία Γιάννη Ξανθόπουλου, με τους Άκη Σακελλαρίου, Φαίη Ξυλά, Ορφέα Αυγουστίδη, Έφη Παπαθεοδώρου, Δημήτρη Πιατά.

Ο Φάνης (Ορφέας Αυγουστίδης) και η Τζίνα (Φαίη Ξυλά), ένα παράνομο ερωτικό ζευγάρι, παρασύρονται από τον Μιλτιάδη (Ακης Σακελλαρίου), επίσημο αρραβωνιαστικό της Τζίνας, σε μια αλλόκοτη απαγωγή. Το σχέδιο τους ν' απαγάγουν τον διεφθαρμένο μεγαλοδικηγόρο Γιώτη Μαθιόπουλο (Δημήτρης Πιατάς) θα τιναχθεί όμως στον αέρα όταν αντ' αυτού απαγάγουν τη... θεία του Ελενίτσα (Έφη Παπαθεοδώρου) που έτσι κι αλλιώς ήθελε να ξεφορτωθεί! Η αναπάντεχη εξέλιξη θα τους φέρει αντιμέτωπους με τις πιο κωμικοτραγικές καταστάσεις, αφού το λάθος θύμα που έχουν στα χέρια τους, δεν είναι ένα απλό θύμα... Γκάφες, καυγάδες, κυνηγητά και τα... ειδικά χαρίσματα της θείας Ελενίτσας θα φέρουν τα πιο χοντρά (μ)πλεξίματα και τα πάνω-κάτω στη ζωή όλων.

Η νέα ταινία του Γιάννη Ξανθόπουλου έχει την ατυχία να βγαίνει στις αίθουσες δεύτερη και πολύ κοντά με μια άλλη, αναζωογονητική για το ελληνικό εμπορικό σινεμά crime comedy (φυσικά αναφερόμαστε στο «Bank Bang»). Ως εκ τούτου οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες. Ας υποθέσουμε όμως ότι βρισκόμαστε σε ένα τέλειο κόσμο, όπου η ταινία του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου δεν έχει κάνει την εμφάνισή της στις αίθουσες.

Στην πρώτη πράξη το «Όλα Θα Πάνε Καλά» δίχως υπερβολή γυρίζει το ελληνικό σινεμά δέκα χρόνια πίσω, στην εποχή που ζούσαν και βασίλευαν σεξοκωμωδίες όπως «Η Αγάπη Είναι Ελέφαντας» και «Η Διακριτική Γοητεία των Αρσενικών». Στη συνέχεια (ευτυχώς) ο Ξανθόπουλος ρίχνει στη σκακιέρα τον αλαφροΐσκιωτο χαρακτήρα που υποδύεται η Έφη Παπαθεοδώρου και περνά στην κωμωδία καταστάσεων. Στην Τρίτη και τελευταία πράξη σοβαρεύει ελαφρώς τους τόνους, περνώντας στην -όπως εξελίσσεται- αγαπημένη του θεματική, εκείνη της μεταθανάτιας ζωής και οδηγώντας το πρότζεκτ στο απλό σημειολογικό επιστέγασμα ότι καθένας παίρνει στη ζωή αυτό που του αξίζει και ότι βγαίνει κερδισμένος στο ποσοστό που άκουσε τον 'φύλακα άγγελό' του και ουχί τον δαίμονά του. Για να το καταστήσει μάλιστα σαφές ακόμα και στους θεατές που... αγοράζουν τα cd των 'Ζουζουνιών', μοιράζει έτη κάθειρξης στους ήρωές του σε αναλογία με το βαθμό που εκείνοι φέρθηκαν σωστά στην καλοκάγαθη θείτσα και στον υπόλοιπο περίγυρό τους.

Το κυρίοτερο πρόβλημα του φιλμ έγκειται στο γραπτό κομμάτι του. Με λόγο που δε ρέει ακριβώς στα χείλη των ηθοποιών, με συχνές επαναλήψεις του τίτλου της ταινίας σε κάθε ευκαιρία και με το γέλιο να στηρίζεται λιγότερο σε ατάκες και περισσότερο σε 'μπινελίκια' και 'μούτες' (με τον Ακη Σακελαρίου να συναγωνίζεται τον Δημήτρη Πιατά στο φεστιβάλ...Jim Carrey), είναι εμφανές ότι το κείμενο δεν είναι το δυνατό σημείο του Ξανθόπουλου. Αντίθετα σεκάνς όπως εκείνη της παράδοσης των λύτρων μαρτυρούν ψήγματα ενός ικανού 'μαέστρου' και αφήνουν υποσχέσεις για το μέλλον.

Στον ερμηνευτικό τομέα (παραμερίζοντας μια σειρά από cameo εμφανίσεις έτσι κι αλλιώς περισσότερο αποπροσανατολιστικές παρά λειτουργικές) θα λέγαμε ότι κερδισμένος βγαίνει ο Τάκης Χρυσικάκος, ένας εξαιρετικός θεατρικός ηθοποιός, που διαθέτει κινηματογραφική 'φάτσα', μα δυστυχώς έχει αξιοποιηθεί ελάχιστα από τους εγχώριους κινηματογραφιστές. Οι υπόλοιποι πάνω κάτω κινούνται σε safe grounds, με την εξαίρεση του Σακελαρίου που προσπαθεί στην παράδοση των ηθοποιών του Actor's studio να χτίσει έναν χαρακτήρα εκ γενετής με την ιδιόρρυθμη κίνησή του και το λαϊκό background του, και αποτυγχάνει, εν μέρει γιατί το σενάριο τον 'υπονομεύει'.

Παρά τις υποσχέσεις λοιπόν του τίτλου λίγα είναι εκείνα που πηγαίνουν καλά. Η καλοδεχούμενα αφελής αφιέρωση της ταινίας στους τίτλους τέλους μαρτυρά πιθανούς προσωπικούς και συναισθηματικούς λόγους στις επιλογές του δημιουργού, αναζητώντας (ακούσια αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι) επιείκεια ως προς το τελικό αποτέλεσμα ελέω ευγενών προθέσεων. Η αλήθεια είναι όμως πως η δεύτερη σκηνοθετική εξόρμηση του Γιάννη Ξανθόπουλου τον φέρνει ένα βήμα πίσω σε σχέση με το ντεμπούτο του. Της ευχόμαστε να βρει το κοινό της, αλλά περιμένουμε πολύ περισσότερα από την επόμενη δουλειά του έλληνα δημιουργού.
Περισσότερα από Cinema >> Οι Ταινίες της Εβδομάδας
 
Προηγούμενα 6 θέματαΕμφάνιση θεμάτων 7 - 12 από συνολικά 113 θέματαΕπόμενα 6 θέματα
 
Κεντρική | Στατιστικά | Add Station | Προβολή | Streaming | Επικοινωνία | Site Map | English |

© 2008 Web Development by DATAGEN No part of this site may be reproduced in any form without the prior permission of the publisher